- ὑπορρέοντος
- ὑπορρέωflow underpres part act masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic)ὑπορρέωflow underpres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπορρέω — ὑπορρέω ΝΜΑ [ῥέω] ρέω από κάτω αρχ. 1. εκρέω λίγο 2. διαρρέω 3. μεταπίπτω 4. πέφτω σιγά σιγά («παῑδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κόμητας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς κόμης», Λουκιαν.) 5. μτφ. α) εισέρχομαι κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός… … Dictionary of Greek